- προβληματωδης
- προβληματώδηςπροβλημᾰτ-ώδης2затруднительный, спорный
(π. καὴ ἄπορος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(π. καὴ ἄπορος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβληματώδης — ες / προβληματώδης, ῶδες, ΝΑ [πρόβλημα, ατος] 1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός 2. (κατ επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος … Dictionary of Greek
προβληματῶδες — προβληματώδης problematical masc/fem voc sg προβληματώδης problematical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)